νταρντάνα

νταρντάνα
η
(λ. ιταλ.)
1. πλοίο μεγάλο.
2. γυναίκα χοντρή, σωματώδης, πληθωρική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νταρντάνα — η 1. ναυτ. είδος ιστιοφόρου φορτηγού με ψηλή πρύμνη και πλατιά ισχία 2. μτφ. (για πρόσ.) α) εύσωμη και ευτραφής γυναίκα, λεβέντισσα β) μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tartana «είδος μεγάλου πλοίου»] …   Dictionary of Greek

  • ταρτάνα — η, Ν 1. η νταρντάνα 2. ναυτ. (παλαιότερα) ονομασία ειδικού τύπου μεγάλου αλιευτικού ιστιοφόρου τής ανατολικής Μεσογείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. νταρντάνα] …   Dictionary of Greek

  • αλογονταρντάνα — η η ασθένεια ινφλουέντζα, που προσβάλλει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + νταρντάνα] …   Dictionary of Greek

  • ψηλονταρντάνα — η, Ν ειρων. γυναίκα ψηλή και σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + νταρντάνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”